στελεχητομος

στελεχητομος
    στελεχητόμος
    στελεχη-τόμος
    2
    рубящий стволы, лесорубный
    

(πέλεχυς Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στελεχητομος" в других словарях:

  • στελεχητόμος — ον, Α αυτός που κόβει στελέχη, κορμούς δένδρων («πέλεκυς στελεχητόμος», Φίλλιπ. Θεσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στελέχη, πληθ. τού στέλεχος + τόμος (< τόμος < τέμνω)] …   Dictionary of Greek

  • στελεχητόμον — στελεχητόμος cutting trunks masc/fem acc sg στελεχητόμος cutting trunks neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»